Ο Paul Mακ Iλένυ επικεφαλής της
αυτοκρατορίας της σάλτσας Tabasco, πέθανε στα 68 του από καρδιακή προσβολή
αφήνοντας πίσω του τις δύο του κόρες με τους συζύγους και τα 4 εγγόνια που
προετοιμάζονται να αναλάβουν την χρυσή βιομηχανία με την μυστική συνταγή που
ξεπουλά εδώ και 145 χρόνια. 7 γενιές συνεχίζουν την πατροπαράδοτη συνταγή χωρίς
να παρεκκλίνουν από το μυστικό του προγόνου τους που πειραματίστηκε με την
γεύση της πιπεριάς και η σάλτσα του κατέκτησε όλες τις ηπείρους.
O Paul, 45 χρόνια σε καίριες θέσεις
και μετέπειτα επικεφαλής της ταμπάσκο, συνήθιζε να πηγαίνει στις αποθήκες της εταιρείας
για να παρακολουθεί από κοντά την γήρανση του πουρέ από τις κόκκινες πιπεριές
μέσα στα ξύλινα βαρέλια του ουίσκι. Αυτό είναι το κύριο συστατικό της διάσημης
καυτερής σάλτσας αλλά τα μικρά μυστικά της παρασκευής της δεν αποκαλύπτονται. Ο
επικεφαλής της εταιρίας γεννήθηκε στο Χιούστον μαζί με την δίδυμη αδελφή του,
Σάρα. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Tennessee, υπηρέτησε στο Σώμα των
Πεζοναυτών και εντάχθηκε στην οικογενειακή επιχείρηση το 1967. Ξεκίνησε από τις
αποθήκες, πέρασε στην μεταποίηση και μετά στο μάρκετινγκ και τις πωλήσεις.
Ήταν
δισέγγονος του Edmund McIlhenny, ο οποίος εφηύρε την σάλτσα ταμπάσκο μετά τον
Εμφύλιο Πόλεμο. Όταν ο επιτυχημένος γαιοκτήμονας του Maryland είδε τα
εκατομμύρια του να γίνονται φύλλο και φτερό μετά τον αμερικανικό εμφύλιο,
γύρισε στο πατρικό του στο Avery Island της Louisiana. Προς έκπληξή του, οι σπόροι
της κόκκινης πιπεριάς Capsicum που είχαν έρθει από το Μεξικό και είχε
φυτέψει ως ερασιτέχνης κηπουρός λίγα χρόνια πριν, είχαν ευδοκιμήσει. Ο
McIlhenny τις έκοψε, τις ανέμειξε με αλάτι του Avery Island και στη συνέχεια
άφησε το μείγμα να ωριμάσει. Πρόσθεσε άσπρο ξύδι από γαλλικό κρασί, το απέσταξε
σε μικρή φιάλη κολόνιας και έδωσε ένα δείγμα για δοκιμή σε φίλους του. Η
κόκκινη πικάντικη σάλτσα του –που την ονόμασε Tabasco από το ποτάμι και την
ομώνυμη πολιτεία στο Μεξικό- είχε εξ αρχής μεγάλη επιτυχία. Το 1869 έστειλε 658
μπουκάλια σάλτσα ταμπάσκο που πωλήθηκαν προς ένα δολάριο το τεμάχιο σε
παντοπωλεία στη Νέα Ορλεάνη. ο McIlhenny εξασφάλισε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
το 1870 και η καυτερή σάλτσα άρχισε το ταξίδι της σε όλες τις ΗΠΑ και αργότερα
στην Αγγλία. Το 1872 κατοχύρωσε και νομικά την πατέντα της καυτερής του
ανακάλυψης και λίγο αργότερα άνοιξε γραφείο στο Λονδίνο για να ελέγχει καλύτερα
τις διεθνείς δουλειές.
Oι καυτερές πιπεριές
ευδοκιμούν στους βάλτους της Λουιζιάνα, εκεί στο Aβερυ Aιλαντ των λιγοστών
κατοίκων οι οποίοι όλοι δουλεύουν στην παραγωγή της σάλτσας και κρύβουν το
ακριβοθώρητο μυστικό της συνταγής. Περίπου 40 στρέμματα πιπεριές φυτεύονται
κάθε χρόνο. Αφού καλλιεργούνται, συλλέγονται με το χέρι μόλις ωριμάσουν και
πάρουν την τέλεια απόχρωση του φωτεινού κόκκινου. Κατόπιν τις λιώνουν,
ανακατεύουν τον πολτό με λίγο αλάτι σε δρύινα βαρέλια, τον αφήνουν να ζυμωθεί
και κατόπιν να ωριμάσει για τρία χρόνια. Ένα μέλος της οικογένειας ΜcΙlhenny
εγκρίνει τον πολτό της πιπεριάς και μετά ανακατεύεται πολλές φορές, προστίθεται
δυνατό ξίδι και έπειτα από περίπου 4 εβδομάδες, το περιεχόμενο των βαρελιών
στραγγίζεται και πετιούνται οι φλούδες και οι σπόροι από τις πιπεριές. Κατόπιν
ο πολτός που απομένει, εμφιαλώνεται.
Από ένα βαρέλι πολτού γεμίζουν 10.000 μπουκάλια Tabasco. Περίπου
750.000 φιάλες, τα μπουκαλάκια της κολόνιας του 1868 δηλαδή, βγαίνουν από το
εργοστάσιο κάθε μέρα και ταξιδεύουν στα πέρατα της γης. Εδώ και 145 χρόνια η σάλτσα
γίνεται με τον ίδιο τρόπο, και σήμερα πωλείται σε 165 χώρες.
Είναι η πιο γνωστή,
προτιμώμενη σάλτσα πιπεριάς στον κόσμο. Στην Ελλάδα έφθασε το ταμπάσκο το 1967 και
αρχικά το χρησιμοποιούσαν οι επαγγελματίες μπάρμαν στο κοκτέιλ Βloody Μary.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου