Ήταν
δισεκατομμυριούχος αλλά και διάσημος φοροφυγάς. Όλοι τον ήθελαν στον κύκλο τους
αλλά ήταν ανεπιθύμητος σε πολλές χώρες και καταζητούμενος. Είναι ο άνθρωπος που
ξεκίνησε πρώτος το εμπόριο πετρελαίου και μπήκε στην λίστα του fbi για πάνω από 20 χρόνια. Ο Αμερικανοβέλγος ισραηλινής
καταγωγής επιχειρηματίας Μάρκ Ρίτς πέθανε τον Ιούνιο στην Ελβετία έπειτα από
εγκεφαλικό, στα 78 του, και σχεδόν αμέσως βγήκε στην δημοσιότητα ένα βιβλίο με
τις σκοτεινές του συναλλαγές, το λαθρεμπόριο και το κυνηγητό από τις
οικονομικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Μικρό
παιδί είχε γλιτώσει από το Ολοκαύτωμα, καταφεύγοντας με τους γονείς του στην
Αμερική, όπου έγινε ένας από τους πλέον επιτυχημένους, πλην αμφιλεγόμενους,
επιχειρηματίες της εποχής του. Όντας φυγόδικος από την αμερικανική Δικαιοσύνη,
που τον αναζητούσε με πάθος, βρήκε καταφύγιο σε μία πολυτελή βίλα στη λίμνη της
Λουκέρνης. Έζησε στη βίλα του με την εντυπωσιακή θέα στα γύρω βουνά παρουσία
σωματοφυλάκων όχι όμως των συγγενών του που δεν τον ακολούθησαν στην Ευρώπη. Πολλοί
από τους μεγάλους παίκτες στο εμπόριο πετρελαίου και μετάλλων επηρεάστηκαν από
τον Ριτς, του οποίου ο θρίαμβος στη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 δημιούργησε
μια νέα άμεση αγορά για το αργό πετρέλαιο, απομακρύνοντας τον τομέα από τα
χέρια των μεγάλων πετρελαϊκών επιχειρήσεων. για πολλούς ήταν ένας φοροφυγάς που έκανε
περιουσία συναλλασσόμενος με αξιωματούχους που δωροδοκούσε στο Ιράν, τη Λιβύη,
τη Νότιο Αφρική, τη Ρουμανία, την Κούβα, τη Χιλή, την Ανγκόλα, τη Νικαράγουα,
τη Νιγηρία.
Ο Ριτς χρεώνεται μια περίπλοκη απάτη πετρελαίου κατά την περίοδο
της ενεργειακής κρίσης της Αμερικής στις αρχές της δεκαετίας του '80. Αγόρασε
κρυφά εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου του Τέξας και τα πούλησε στην
ελεύθερη αγορά αποκομίζοντας 100 εκατομμύρια. Την περίοδο που 52 Αμερικανοί
κρατούνταν όμηροι στο Ιράν, η εταιρεία του Rich θησαύριζε από το καθεστώς του
Αγιατολάχ Χομεϊνί, κατά παράβαση του αμερικανικού εμπάργκο. Στις ΗΠΑ κινδύνευε
με 300 χρόνια κάθειρξη λόγω φοροδιαφυγής μέχρι την απονομή χάριτος από τον Μπιλ
Κλίντον, στις 20 Ιανουαρίου 2001, την τελευταία ημέρα της θητείας του
Δημοκρατικού προέδρου, γεγονός που προκάλεσε υπόνοιες ότι ήταν χρηματοδότης του
κόμματος του.
Ο
Ριτς φρόντισε να φύγει εγκαίρως από τη χώρα και να βρει καταφύγιο στην Ελβετία
όπου για σχεδόν δύο δεκαετίες έζησε μια διπλή ζωή. Του δισεκατομμυριούχου
αλλά και του φυγόδικου από το 1983. Με ετήσια έσοδα 7 δισ. Δολάρια αγόρασε
ακίνητα σ όλο τον κόσμο όπως στο St Moritz, την Marbella, το Τελ Αβίβ, τη Νέα Υόρκη και τα γέμιζε με πανάκριβα έργα
τέχνης Renoirs, Μονέ και
Picasso. Η αξία της εταιρίας του Glencore σήμερα εκτιμάται κοντά στα 60 δις δολάρια και
επεκτάθηκε στην αγορά αλουμινίου, αργύρου και ψευδαργύρου. Οι επίσημες
κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν ήταν 65 όπως απάτη κατά συρροή, εκβιασμοί, συναλλαγές
με εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών και φοροδιαφυγή. Η εταιρεία του δήλωσε ένοχη
και δέχτηκε να πληρώσει 171 εκατ. δολάρια σε πρόστιμα. Ο Rich δεν επέστρεψαν
ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε οι Αμερικανοί πράκτορες τον συνέλαβαν αν και τον εντόπισαν στη Βρετανία, τη Γερμανία, τη Φινλανδία, και την Τζαμάικα.
Το 66, παντρεύτηκε την Denise
Joy Eisenberg, μουσικό και συνθέτη της Aretha Franklin. Η μία από τις 3 κόρες τους, η
Gabrielle πέθανε από λευχαιμία το 1996, την ίδια χρονιά το ζευγάρι χώρισε αφού
ο Ριτς φοβούμενος τη σύλληψη, δεν παρέστη στην κηδεία της. 2 χρόνια μετά παντρεύτηκε την Gisela Rossi. Οι δύο του
κόρες Ilona
και Daniella, και τα έξι τους παιδιά ζουν πλουσιοπάροχα με την περιουσία του
πατέρα τους ενώ διαχειρίζονται και το ομώνυμο ίδρυμα μαζί με την πρώτη του
σύζυγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου