Μια φορά
κι’ ένα καιρό ζούσε σε μια πλούσια πόλη που την έλεγαν Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτεύουσα μιας απέραντης αυτοκρατορίας, μια φτωχή ελληνική οικογένεια με το πιο
κοινότυπο όνομα: Η οικογένεια Παπαδοπούλου. Ο πατέρας Γιάννης ήταν ξυλουργός και τα έφερνε δύσκολα βόλτα με την
πολυμελή του οικογένεια: τη γυναίκα του Μαρία και τα τρία μικρά παιδιά
τους Νίκο, Ευάγγελο και Θεόφιλο. Για
να βοηθήσει την φτωχή οικογένεια της η Μαρία ζύμωνε και έψηνε κάθε μέρα
γευστικά μπισκότα με την δική της μυστική συνταγή. Τα τρία αδέλφια κρατώντας το πανεράκι τους
πήγαιναν στους μαχαλάδες της Πόλης πουλώντας
τα πεντανόστιμα μπισκότα. Η Μαρία
κάθε μέρα φούρνιζε όλο και περισσότερα μπισκότα γιατί τα αδέρφια που αλώνιζαν την
Πόλη, γύριζαν κάθε βράδυ σπίτι τους εξαντλημένα και με άδεια πανέρια. Η
ιστορία της μπισκοτοβιομηχανίας Παπαδοπούλου μοιάζει πάρα πολύ με παραμύθι μόνο
που είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Η Μαρία Παπαδοπούλου
ονόμασε τα μπισκότα της «πτι-μπερ», ενώ ο
άνδρας της έφτιαξε μια ξύλινη σφραγίδα, με την οποία τα μπισκότα
σφραγίζονται ένα ένα για να γίνουν
έτσι πιο αναγνωρίσιμα. Η
γαλλική ονομασία πτι μπερ = μικρά μπισκότα βουτύρου δηλαδή, δόθηκε επειδή
η γαλλική ζαχαροπλαστική ήταν η πιο φημισμένη σ’ όλη την Ευρώπη. Το 1922 όμως
όλα χάθηκαν. Η Μικρασιατική Καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη στα παράλια,
δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμη και στους Έλληνες της Πόλης. Η Μαρία
Παπαδοπούλου χωρίς τον άνδρα της που μένει πίσω, με τα τρία παιδιά της
επιβιβάζονται εσπευσμένα στο πλοίο που θα τους φέρει στη μακρινή Μασσαλία. Το
ταξίδι είναι πολυήμερο και κουραστικό αλλά το πλοίο θα σταματήσει μερικές μέρες
για ανεφοδιασμό υποχρεωτικά στον Πειραιά. Η οικογένεια Παπαδοπούλου κατεβαίνει στο λιμάνι και αποφασίζει να δει και
την Αθήνα λίγο προτού ταξιδέψουν για τη
Γαλλία.
Πίνοντας
τ’αναψυκτικά τους σ’ένα καφενείο κοντά στο Μοναστηράκι, η οικογένεια διαπίστωσε
με έκπληξη ότι οι Αθηναίοι είχαν παντελή άγνοια από μπισκότα. Η ιδέα έλαμψε σαν αστραπή και
η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα. Η οικογένεια
Παπαδοπούλου συμφώνησε να μείνει στην μητέρα πατρίδα.Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν την
οικογένεια να μένει σε μια προσφυγική πολυκατοικία κοντά στον Λυκαβηττό και
φυσικά να ψήνει «πτι-μπερ» σ’ έναν παλιό φούρνο που είχε αγοράσει
με τις λιγοστές οικονομίες της. Ο
Νίκος, ο Ευάγγελος και ο Θεόφιλος, έφηβοι πια, βολτάρουν με τα ποδήλατά τους
στις γειτονιές της Αθήνας και οι Παλιοί Αθηναίοι μαθαίνουν σιγά-σιγά να τρώνε
μπισκότα! Στην Ευρώπη το μπισκότο, λιχουδιά πολυτελείας της λαίμαργης
και σπάταλης γαλλικής γαστρονομίας από τον 18ο αιώνα, δίνει τη θέση του στο μπισκότο- τρόφιμο. Αυτή η μεταβολή ευνοεί αφάνταστα το
«πτι-μπερ» που είναι χορταστικό χωρίς να λιγώνει, αφού είναι
ελάχιστα γλυκό.
Ο αθηναϊκός λαός υποδέχτηκε με θέρμη
τους πρόσφυγες και, ξεχνώντας τα δικά του βάσανα και προβλήματα, στριμώχτηκε
για να δώσει χώρο και θέση σε μια μεγάλη ανθρώπινη μάζα που τριπλασίασε τον
πληθυσμό της πόλης. Το 1935 η
οικοτεχνία Μπισκότων Παπαδοπούλου μετατρέπεται σε βιοτεχνία, αφού
εγκαθίσταται σένα μικρό εργοστάσιο στα
Πετράλωνα και αγοράζει τα πρώτα της μηχανήματα όπως και ένα μικρό φορτηγό για τις διανομές. Ο γιος
Ευάγγελος Παπαδόπουλος έχει ήδη αναλάβει το τιμόνι της βιοτεχνίας. Έχει μια προηγμένη για την εποχή εμπορική αντίληψη αφού τα μπισκότα
συσκευάζονται σε καλαίσθητα τετράγωνα κουτιά από λευκοσίδηρο με ελκυστικές
ετικέτες. Και έτσι η εταιρία μετατρέπεται από βιοτεχνία σε βιομηχανία. Το 1955 ανοίγει το εργοστάσιο της Πέτρου
Ράλλη, που είναι και η σημερινή έδρα της επιχείρησης. Ακολουθούν άλλα 3 εργοστάσια
σε Θεσσαλονίκη, Βόλο και Οινόφυτα . Το 1992 πέθανε ο «Πατριάρχης»
της επιχείρησης, Ευάγγελος Παπαδόπουλος και ένα χρόνο νωρίτερα ο γαλλικός
κολοσσός γαλακτοκομικών «Danone», εξασφάλισε το 10% της ελληνικής επιχείρησης.
Η πρωτότοκος κόρη του Ευάγγελου, Ιωάννα το
2008 κατόρθωσε να συγκεντρώσει και πάλι
το 100% των μετοχών της επιχείρησης πληρώνοντας 105 εκ. ΔΡΧ ως αντίτιμο.
Πολλοί της έχουν δώσει από τότε το προσωνύμιο «σιδηρά κυρία» αφού οι χορηγίες
και οι δωρεές της εκεί που πρέπει, πιστοποιούν ότι ποτέ η οικογένεια δεν ξέχασε την ταπεινή καταγωγή της.
ΑΞΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή